πλαντάζω

πλαντάζω
πλαντάζω και πλαντάω πλάνταξα, πλανταγμένος
1. στενοχωρούμαι, οργίζομαι, αγαναχτώ, σκάω από στενοχώρια: Να σκάσεις, να πλαντάξεις (κατάρα).
2. διψώ, υποφέρω από δίψα: Να πλαντάξεις, να ζητάς κρύο νερό (κατάρα).
3. περιορίζομαι, κατακάθομαι, σβήνω, χάνομαι: Η φωτιά πλάνταξε, έσβησε από έλλειψη αέρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλαντάζω — πλαντάζω, πλάνταξα, πλανταγμένος βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλαντάζω — και πλαντώ / πλαντῶ, άω, ΝΜ αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια 2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά»… …   Dictionary of Greek

  • ερωτοπλανταγμένος — η, ο αυτός που έχει πλαντάξει από έρωτα, που συνταράζεται από σφοδρό ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πλανταγμένος, μτχ. παρακμ. τού πλαντάζω] …   Dictionary of Greek

  • πλάνταγμα — και πλάνταμα και πλάντασμα, το, Ν [πλαντάζω] 1. αβάσταχτη στενοχώρια από οργή, αγανάκτηση, ταραχή, έρωτα 2. πρόκληση ή ξέσπασμα ασυγκράτητου πάθους …   Dictionary of Greek

  • πλαντασμός — ο, ΝΜ [πλαντάζω] το πλάνταγμα …   Dictionary of Greek

  • πλαντώ — πλαντῶ, άω, ΝΜ βλ. πλαντάζω …   Dictionary of Greek

  • ποθοπλαντάζω — Ν 1. πλαντάζω από πόθο, αισθάνομαι σωματική δυσφορία και ψυχική αναστάτωση από έρωτα 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ποθοπλανταγμένος, η, ο σκασμένος, λαχανιασμένος από ερωτικό πόθο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”